- ἐγκορύπτω
- ἐγκορύπτω, [tense] fut. ἐγκορύψομαι,A butt at,
ἐ. ἐπί τινι πληγήν Lyc.558
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. ἐπί τινι πληγήν Lyc.558
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκορύπτω — ἐγκορύπτω (Α) χτυπώ με τα κέρατα, κουτουλάω, κεντρίζω … Dictionary of Greek